κόπρος

Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ἡ,

   A excrement, ordure, of men and cattle, Od.9.329, al., Hdt. 3.22, etc.: in pl., Euph.96.4; esp. as used in husbandry, dung, manure, Pl.Prt.334a, Thphr.HP2.7.4.    2 generally, filth, dirt, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Il.22.414, 24.640, cf. BGU1116.14 (i B. C.).    II dunghill, byre, Il.18.575, Od.10.411, Call.Dian.178; καθίσαι τινὰς ἐπὶ κόπρου Men.544.5. (In this sense oxyt. κοπρός acc. to Eust.1165.15.) (Cf. Skt. śákṛt, gen. śaknás 'excrement'.)

German (Pape)

[Seite 1483] ἡ, Mist. Excremente von Menschen u. Thieren, Dünger; Od. 9, 329. 17, 297. 306; Ar. Eccl. 360; Her. 2, 36; Plat. Prot. 334 a; Xen. de re equ. 5, 2; Folgde; übh. Schmutz, Koth, Il. 22, 414. 24, 124. 640. – Auch = der Mist- oder Viehhof, der Ochsenstall, μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Il. 18, 575, vgl. Od. 10, 411, in welcher Bedeutung einige Grammatiker κοπρός accentuiren. – Spätere sagten auch ὁ κόπρος, Schol. Ar. Plut. 663, Schäfer Long. p. 392, u. τὸ κόπρον, vgl. Lob. zu Phryn. p. 760.

Greek (Liddell-Scott)

κόπρος: ἡ, ἀποπάτημα, περιττώματα ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, Ὀδ. Ι. 329., Ρ. 297, 306, Ἡρόδ. 2. 36, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Εὐφορ. Ἀποσπ. 49· ἰδίως ὡς χρησιμοποιουμένη εἰς τὴν γεωργίαν διὰ «κόπρισμα», Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 4. 2) καθόλου, ῥύπος, ἀκαθαρσία, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Ἰλ. Χ. 414, πρβλ. Ω. 164, 640. ΙΙ. κοπρία, σωρὸς κόπρου, Σ. 575, Ὀδ. Κ. 411· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας τινὲς τῶν Γραμματικῶν ἔγραφον τὴν λέξιν ὀξυτόνως κοπρός. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν καὶ κόπρος, ὁ Schäf, εἰς Λόγγον 392, καὶ κόπρον, τό, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 760.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 excrément des animaux ou des hommes ; saleté, ordure;
2 endroit où s’amasse le fumier ; étable.
Étymologie: DELG dérivé d’un vieux th. i.-e., pê apparenté à σκώρ.

English (Autenrieth)

dung, manure, Il. 24.164; thenfarm-yard,’ ‘cow-yard,’ Il. 18.575.