οἰοχίτων

Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A with only a tunic on, lightly clad, Od.14.489, Nonn.D.8.16 (expld. as = προβατοχίτων, in a sheep-skin tunic, Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, μονοχίτων, οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἔμεναι Ὀδ. Ξ. 489· - ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ προβατοχίτων, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δέρματος ἢ μαλλοῦ προβάτου. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τομ. Α΄, σ. 116.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une simple tunique, légèrement vêtu.
Étymologie: οἶος, χιτών.

English (Autenrieth)

ωνος: with tunic only, Od. 14.489†.