κρόκεος
English (LSJ)
ον, (κρόκος)
A saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.
English (Slater)
κρόκεος
1saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v. l. κροκόεν) (P. 4.232)