ὀρνιχολόχος
English (LSJ)
ὄρνῑχος, ὄρνῑθ-χα,
German (Pape)
[Seite 384] dor. = ὀρνιθολόχος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑχολόχος: ὄρνῑχος, -χα, Δωρ. ἀντὶ ὀρνιθ-.
English (Slater)
ὀρνῑχολόχος
1wildfowler μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48)