ὀρνιχολόχος

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑχολόχος Medium diacritics: ὀρνιχολόχος Low diacritics: ορνιχολόχος Capitals: ΟΡΝΙΧΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: ornicholóchos Transliteration B: ornicholochos Transliteration C: ornicholochos Beta Code: o)rnixolo/xos

English (LSJ)

ὄρνῑχος, ὄρνῑθ-χα, v. ὀρνιθολόχος, ὄρνις.

German (Pape)

[Seite 384] dor. = ὀρνιθολόχος, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑχολόχος: ὁ дор. Pind. = ὀρνιθολόχος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑχολόχος: ὄρνῑχος, -χα, Δωρ. ἀντὶ ὀρνιθ-.

English (Slater)

ὀρνῑχολόχος wildfowler μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48)

Greek Monolingual

ὀρνιχολόχος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ορνιθολόχος.

Greek Monotonic

ὀρνῑχολόχος: ὄρνῑχος, ὄρνιχα, Δωρ. αντί ὀρνιθ-.