πολύκλειτος

Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

η, ον, (κλείω B)

   A far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.

German (Pape)

[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλειτός.

English (Slater)

πολύκλειτος
   1of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.