Τερψιχόρα

Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Terpsichore, muse de la danse et du chant.
Étymologie: τέρπω, χορός.

English (Slater)

Τερψῐχόρα the muse of dancing.
   1οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.7)