πραπίς

Revision as of 12:23, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
d’ord. au pl. αἱ πραπίδες;
I. diaphragme;
II. p. ext.
1 cœur, âme, comme siège de la sensibilité;
2 intelligence ; prudence, sagesse.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Slater)

πραπίς (-ίδος, -ίδι, -ίδες, -ίδων, -ίδεσσι, -ίσιν, -ίδας.) s. & pl.,
   1spirit, mind φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν (O. 2.94) ἐκ θεοῦ δἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν (O. 11.10) χαύνᾳ πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά (P. 2.61) ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων (P. 4.281) ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν (P. 5.67) ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες (I. 8.30) ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα Κάδμον ὑψη [λαῖς] πραπίδες [σι (sc. λαχεῖν, sim.) Δ. 2. 28. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3. κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν fr. 211.