μεγαλανορία

Revision as of 12:36, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

μεγᾰλ-άνωρ, Dor. for μεγαλην-.

German (Pape)

[Seite 105] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = μεγαληνορία u. μεγαλήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μεγαληνορία.

English (Slater)

μεγᾰλᾱνορία
&nbspnbsp;  1 ambitious action ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.44)

English (Slater)

μεγᾰλᾱνορία
&nbspnbsp;  1 ambitious action ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.44)