ον,
A conquering in the fight, Id.P.9.86.
κρᾰτησίμᾰχος: -ον, νικῶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Π. 9. 149.
ος, ον :qui l’emporte dans le combat.Étymologie: κρατέω, μάχη.