κρατησίμαχος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
κρατησίμαχον, conquering in the fight, Id.P.9.86.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui l'emporte dans le combat.
Étymologie: κρατέω, μάχη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατησίμαχος -ον [κρατέω, μάχη] in de strijd overwinnend.
German (Pape)
in der Schlacht siegend, σθένος Pind. P. 8.89.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτησίμᾰχος: (ῐ) побеждающий в бою (σθένος Pind.).
English (Slater)
κρᾰτηςῐμᾰχος victorious in battle τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.86)
Greek Monolingual
κρατησίμαχος, ὁ (Α)
ο νικητής σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύμαχος, πολύμαχος].
Greek Monotonic
κρᾰτησίμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που επικρατεί στη μάχη, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτησίμᾰχος: -ον, νικῶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Π. 9. 149.
Middle Liddell
κρᾰτησί-μᾰχος, ον μάχη
conquering in the fight, Pind.