κρατησίμαχος

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτησῐμᾰχος Medium diacritics: κρατησίμαχος Low diacritics: κρατησίμαχος Capitals: ΚΡΑΤΗΣΙΜΑΧΟΣ
Transliteration A: kratēsímachos Transliteration B: kratēsimachos Transliteration C: kratisimachos Beta Code: krathsi/maxos

English (LSJ)

κρατησίμαχον, conquering in the fight, Id.P.9.86.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui l'emporte dans le combat.
Étymologie: κρατέω, μάχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατησίμαχος -ον [κρατέω, μάχη] in de strijd overwinnend.

German (Pape)

in der Schlacht siegend, σθένος Pind. P. 8.89.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτησίμᾰχος: (ῐ) побеждающий в бою (σθένος Pind.).

English (Slater)

κρᾰτηςῐμᾰχος victorious in battle τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.86)

Greek Monolingual

κρατησίμαχος, ὁ (Α)
ο νικητής σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύμαχος, πολύμαχος].

Greek Monotonic

κρᾰτησίμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που επικρατεί στη μάχη, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτησίμᾰχος: -ον, νικῶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Π. 9. 149.

Middle Liddell

κρᾰτησί-μᾰχος, ον μάχη
conquering in the fight, Pind.