ον,
A v. τιμωρός. τῑμάοχος, ον, v. τιμοῦχος.
[Seite 1114] dor. statt τιμωρός; Pind. Ol. 9, 84; Tragg. S. τιμωρός.
τῑμάορος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τιμωρός.