τιμοῦχος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμουχος Medium diacritics: τιμοῦχος Low diacritics: τιμούχος Capitals: ΤΙΜΟΥΧΟΣ
Transliteration A: timoûchos Transliteration B: timouchos Transliteration C: timoychos Beta Code: ti/mouxos

English (LSJ)

(properisp.), ον, (ἔχω)
A having honour, h.Ven.31, h.Cer.268 (in form τιμάοχος).
II timouchos, the name of a magistrate in certain Greek cities, as Massilia, Str.4.1.5; Naucratis, Herm.Hist.2; Teos, SIG578.60 (ii B.C.); Lebedos, prob. in BCH52.165; Messene, Ael.Fr.39; applied to a woman, IG12(8).526 (Thasos): prob. title of officials of the Ἑλλήνιον at Memphis, Wilcken Chr.30 i 16 (iii/ii B.C.):—Aeol. τιμῶχος Schwyzer631 A 2 (Methymna (found at Miletus), ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1116] Ehre, Ansehen habend, geehrt, – Bei den Mässtliern und an andern Orten die Stadtobrigkeit, Strab. IV, Ath. IV, 150 a.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).
Étymologie: τιμή, ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

τιμοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ τιμάοχος). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, αὐτόθι 2162.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές
2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῦται», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. τυμβοῦχος].