dor. c. ἡδύπνοος.
ᾱδύπνοος, -ον 1 breathing sweetness, delightful to hear Μοῖσ' ἁδύπνοος (O. 13.22) ἁδᾰπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ (sc. κάρυκες.) (I. 2.25)