ἄκεσμα
English (LSJ)
τό,
A remedy, Il.15.394(v.l.), Pi.P.5.64, A.Pr.482, IG14.1750.
German (Pape)
[Seite 71] τό, Heilmittel; Hom. einmal, Iliad. 15, 394 ὲπὶ δ' ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ' ἀκέσματ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων, vl. ἀκήματ'; Scholl. Didym. ἔν τισιν ἀκέσματ'· οὕτως δὲ καὶ Ἀρίσταρχος; Herodian. τὸ πλῆρες φάρμακα, εἶτα ἀκήματα· παρὰ γὰρ, ο ἀκέσασθαι τὸ ἀκήματα ἐσχημάτισται; Apoll. lex. Hom. 18, 24 ἀκήματα; – νόσων, für Krankheiten, Pind. P 5. 64; Aesch. Prom. 480; der sing. bei Suidas.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκεσμα: τό, ἴασις, θεραπεία, Πινδ. Π. 5. 86, Αἰσχύλ. Πρ. 482, Ἀνθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
remède.
Étymologie: ἀκέομαι.
English (Autenrieth)
(ἀκέομαι): means of healing, ‘alleviating,’ ὀδυνάων, Il. 15.394†.
English (Slater)
ᾰκεσμα
1 remedy, healing ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ νέμει (P. 5.64)