ἡσύχιμος

Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

Dor. ἁσ- (v.l. ἡσ-), ον,

   A = ἥσυχος, ἁμέρα Pi.O.2.32.

German (Pape)

[Seite 1178] = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἁμέρα Πίνδ. Ο. 2. 58.

English (Slater)

ἡςῠχῐμος, -ον
   1 peaceful οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε παῖδ ἀελίου ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (Mommsen: ἁσύχιμον codd.) (O. 2.32)