διαβολία

Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A = διαβολή, Thgn.324; δεινόν ἐστιν ἡ δ. Hippias Fr.17D.: in pl., Pi.P.2.76. (Perh. to be written διαι- metri gr. in poetry.)

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, dasselbe, Pind. P. 2, 76; Theogn. 324. διαβολικός, ή, όν, verläumderisch, Clem. Al. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαβολία: Ἰων. -ίη, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ διαβολή, Θέογν. 324· κατὰ πληθ., Πίνδ. ΙΙ. 2. 140. Ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἡ β' συλλαβὴ εἶναι μακρὰ καὶ πιθ. ὁ Bgk. ὀρθῶς ἐπανήγαγε τὸν ποιητ. τύπον διαιβολία· πρβλ. καταιβατός, μεταιβολία.

English (Slater)

δῐᾱβολία
   1 slander ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76)