ἔσοδος

Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Greek (Liddell-Scott)

ἔσοδος: ἐσοικείω, κτλ., ἴδε εἴσοπτρον, εἰσοικέω.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. p. εἴσοδος.

English (Slater)

ἔσοδος
   a access, avenue met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116)
   b dub., entry (into competition). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)

English (Slater)

ἔσοδος
   a access, avenue met. ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116)
   b dub., entry (into competition). Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.: ἱππικὰς ἁμίλλας Σ paraphr.) (P. 6.50)