ἀπορούω

Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A dart away, Ἰσἀῖος δ' ἀπόρουσε Il.5.20, etc.; esp. start back, Od.22.95; ἀλλήλων Orph.A. 705. 2. spring up from, πρέμνων Pi.Fr.88.

German (Pape)

[Seite 322] abspringen, Hom. öfter, nur im aor. ἀπόρουσα; ἀπόρουσε λιπὼν δίφρον, sprang herab, Iliad. 5, 20; ἀπὸ πάντες ὄρουσαν 12, 83; zurückspringen, wegspringen, Od. 22, 95; πάλιν δ' ἀπὸ χαλκὸς ὄρουσεν, prallte ab, Iliad. 21, 593; hervorkommen, κίονες Pind. frg. 58; – sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορούω: ἀπολείπω τι καὶ φεύγω δρομαίως, Ἰδαῖος δ’ ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 20. κτλ: πρβλ. Ὀδ. Χ. 95· ἀλλήλων Ὀρφ. Ἀργ. 703: ― ἀναπηδῶ ἀπό τινος θέσεως, πρέμνων Πινδ. Ἀποσπ. 58.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπώρουσα, épq. ἀπόρουσα;
s’élancer loin de, s’élancer en arrière.
Étymologie: ἀπό, ὀρούω.

English (Autenrieth)

aor. ἀπόρουσε: spring away (from), ‘downfrom, Il. 5.20.

English (Slater)

ἀπορούω
   1 rise up δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 6.

English (Slater)

ἀπορούω
   1 rise up δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 6.