ἐπαγείρω

Revision as of 14:09, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

   A gather together, collect, of things, Il.1.126:—Pass., of men, assemble, πρὶν ἐπὶ ἔθνε' ἀγείρετο Od.11.632, cf. Pi.P.9.54 (Act.).

German (Pape)

[Seite 893] zusammenbringen; von leblosen Dingen, Il. 1, 126; von Menschen, Pind. P. 9, 54, in tmesi; pass. sich versammeln, Od. 11, 631.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγείρω: συναθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγω, ἐπὶ πραγμάτων, λαοὺς δ’ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν, «οὐ προσῆκόν ἐστιν εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν συναγαγεῖν τοὺς Ἕλληνας τὰ ἅπαξ φθάσαντα αὐτοῖς διαμερισθῆναι χρήματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, συναθροίζομαι, πρὶν ἐπὶ ἔθνε’ ἐγείρετο Ὀδ. Λ. 631· πρβλ. Πίνδ. Π. 9. 93.

French (Bailly abrégé)

rassembler.
Étymologie: ἐπί, ἀγείρω.

English (Autenrieth)

bring together, Il. 1.126†.