βυθός

Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

ὁ,

   A the depth, esp. of the sea, A.Pr.432 (lyr.), 2 Ep.Cor.11.25.    b generally, συνιζάνειν εἰς β. sink to the bottom, Thphr.Od.29: metaph., ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν ἐς βυθὸν πεσεῖν S.Aj.1083; ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν Id.OT24; ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα from the deep wound, Id.Ph.783; καταφέρεσθαι εἰς β. Arist.HA619a7, etc.; τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος ἐκ τοῦ β. ib.622b7; ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης ib.537a8: metaph., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης in the depth of... Hp.Praec.7; ἐν β. ἡ ἀλήθεια Democr.117; εἴς τινα β. φλυαρίας ἐμπεσών Pl.Prm.130d; ἀθεότητος Plu.2.757c; ὑπέρκοσμος β. abyss, Dam.Pr.106,205.

German (Pape)

[Seite 467] ὁ, die Tiefe, bes. Meerestiefe, Aesch. Prom. 432; Soph. Ai. 1083 u. öfter; Ar. Ran. 247 u. sonst; das Meer, Bian. 9 (XI, 248); Luc. D. mar. 10, 2; Sp. = Abgrund, z. B. ἀθεότητος Plut. amat. 13.

Greek (Liddell-Scott)

βῠθός: ὁ, τὸ βάθος, ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὰ βαθέα ὕδατα, ὁ πυθμὴν τῶν βαθέων μερῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 432· μεταφ., ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν ἐς βυθὸν πεσεῖν Σοφ. Αἴ. 1083· ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 24· ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα, ἐκ τῆς βαθείας πληγῆς, ὁ αὐτ. Φ. 783· καταφέρεσθαι εἰς β. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 5, κτλ.· ἐκ τοῦ β. αὐτόθι 9. 37, 29· ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης αὐτόθι 4. 10, 5· - μεταφ., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης, εἰς τὰ βάθη τῆς …, Ἱππ. 27. 10· ἀθεότητος Πλούτ. 2. 757Β· β. ἀγνοίας, κακῶν, κτλ., Ἐκκλ. (Ἴδε ἐν λ. βαθύς).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 fond : ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα SOPH sang qui sort du fond d’une plaie;
2 abs. fond de la mer, fond de l’eau;
3 abîme en gén. ; fig. βυθὸς ἀθεότητος PLUT abîme d’impiété, càd impiété profonde.
Étymologie: cf. βαθύς, βάθος.