ἀτρεμία

Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

ἡ,

   A keeping still, ἀτρεμίαν ἔχειν X.Cyr.6.3.13, cf. Max.295; ἀ. λιμένων AP9.555.6 (Crin.); ἐν ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7: pl., Arist.HA537a4.    2 intrepidity, Pi.N.11.12.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, das Nichtzittern, Unerschrockenheit, Pind. N. 11, 12. – Ruhe, ἀτρεμίαν ἔχειν, = ἀτρέμας ἔχειν, Xen. Cyr. 6, 3, 13; λιμένων Crinag. 23 (IX, 555).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμία: ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― ἀταραξία, ἀφοβία, Πινδ. Ν. 11, 15. ὡσαύτως ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état de celui qui ne tremble pas, immobilité ; ἀτρεμίαν ἔχειν XÉN demeurer immobile.
Étymologie: ἀτρεμής.