βᾶμα: τό, Δωρ. ἀντὶ βῆμα, Πίνδ.
dor. c. βῆμα.
βᾱμα 1 step βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ sc. Ἀπόλλων (P. 3.43)