καυτήρ

Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A burner, ταύρῳ χαλκέῳ, of Phalaris, Pi.P.1.95.    II v. καυστήρ.    III = καυτήριον 11, Luc.Pisc.46, Jul.Caes.309c.

German (Pape)

[Seite 1408] ῆρος, ὁ, der Verbrenner; ταύρῳ χαλκέῳ, vom Phalaris, Pind. P. 1, 95; – das Brenneisen, χάλκεος, Hippocr.; zum Brandmarken, Luc. pisc. 46; Plut. – Sp. auch = das Brandmal.

Greek (Liddell-Scott)

καυτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ καυτήριον, πεπυρωμένος σίδηρος, δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. 1 brûleur, celui qui fait brûler;
2 fer brûlant pour cautériser ou marquer;
II. marque de brûlure, cautérisation, cicatrice.
Étymologie: καίω.

English (Slater)

καυτήρ
   1 that burns τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν (P. 1.95)