ας (ἡ) :Terpsichore, muse de la danse et du chant.Étymologie: τέρπω, χορός.
Τερψῐχόρα the muse of dancing. 1 οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.7)