συνευνάζω

Revision as of 14:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

   A cause to lie with, τινά τινι Apollod.2.4.10, etc.:— Pass., lie with, Pi.P.4.254, S.OT982, Hp.Nat.Mul.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνευνάζω: κατακλίνω, βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ μετά τινος, συγκοιμίζω, τινά τινι Ἀπολλόδ. 2. 4, 10, κτλ. ― Παθ., συγκοιμῶμαι μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Πινδ. Π. 4. 452, Σοφ. Ο. Τ. 982.

English (Slater)

συνευνάζω pass.
   1 sleep together καὶ συνεύνασθεν (sc. the Argonauts and the Lemnian women) (P. 4.254)