ἀγχόθεν
English (LSJ)
Adv.
A from near athand, Hdt.4.31, Luc.Syr.D.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχόθεν: ἐπίρρ. (ἀγχοῦ) ἐκ τοῦ πλησίον, Ἡρόδ. 4. 31., Λουκ. π. Συρ. Θ. 28: ἐναντίον τοῦ πόρρωθεν.
French (Bailly abrégé)
adv.
en venant d’un lieu voisin.
Étymologie: ἄγχι, -θεν.
Spanish (DGE)
adv. de cerca ἀ. χιόνα ... πίπτουσαν εἶδε Hdt.4.31, οἱ δὲ τῶν εὐχωλέων ἀ. ἐπαΐουσιν Luc.Syr.D.28.