ἀγχοῦ

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχοῦ Medium diacritics: ἀγχοῦ Low diacritics: αγχού Capitals: ΑΓΧΟΥ
Transliteration A: anchoû Transliteration B: anchou Transliteration C: agchoy Beta Code: a)gxou=

English (LSJ)

= ἄγχι, near, freq. in Hom., usually in phrase ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη (or -ος) Il.2.172, al.; στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. Od.17.526, cf. 19.271; ἀ. καθῆσθαι Archil.Supp.3.3, cf. S.Tr.962: twice c. gen., Il.24.709, Od.6.5: c. dat., Pi.N.9.40, Hdt.3.85: in late Prose, λόγοι ἀ. τούτων Philostr.V A6.16.

Spanish (DGE)

adv.
1 cerca ἀ. δ' ἱσταμένη Il.2.172, στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. Od.17.526, καθῆσθαι ἀ. Hippon.196.4, cf. S.Tr.962, ἀ. δ' ἠγερέθοντο A.R.4.1344
c. gen. πυλάων Il.24.709, Κυκλώπων Od.6.5
c. dat. χεύμασιν ἀ. Pi.N.9.40, ἀ. τῇ ἵππῳ Hdt.3.85.
2 ref. a la semejanza parecido a λόγοι ἀ. τούτων Philostr.VA 6.16.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 près, auprès, gén. ou dat. ; Sp. ἀγχοτάτω, très près, le plus près ; fig. οἱ ἀγχοῦ προσήκοντες HDT les plus proches parents;
2 très près par la ressemblance, semblablement ; Sp. neutre adv. • ἀγχότατα, m. sign.
Étymologie: ἄγχι.

German (Pape)

nahe, Hom. oft ohne cas. in der Verbdg ἀγχοῦ δ' ἱστάμενος (-μένη); Od. 17.526 στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, 19.271 ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, ζωοῦ; 6.5 ἔναιον ἀγχοῦ Κυκλώπων, Il. 24.709 ἀγχοῦ δὲ ξύμβληντο πυλάων νεκρὸν ἄγοντι. Pind. mit dem dat., χεύμασιν ἀγχοῦ N. 9.40; Soph. Tr. 958 ohne cas.; Her. τίνος 1.9, 6.77, 3.111; τινί nur πολλὰ περιήγαγε ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ 3.85. Sonst in Prosa nur Luc. und Sp. – Der Kompar. ἀγχοτέρη εἰσβολή Her. 7.175, und ἀγχοτάτω, sehr nahe, Her. von Verwandtschaft, προσήκοντες 4.23, τινός 2.169, 4.35, 7.176, von der Ähnlichkeit 7.73. Auch ἀγχότατα τῶν μηδικῶν ἔχοντες Her. 7.64. S. auch ἄγχιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχοῦ:
I adv. близко, вплотную, рядом (ἱστάμενος Hom.): οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες Her. ближайшие родственники.
II в знач. praep. cum gen. et acc. близ, вплотную к … (τινος и τινι Hom., Pind., Her.): ἀγχοτάτω τινός Her. в непосредственной близости с чем-л.; ἀγχοτάτω и ἀγχότατά τινος и τινι Her. весьма похоже на что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχοῦ: ἄγχι, πλησίον, Λατ. prope, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπόλ., καὶ ἐν ἀρχῇ στίχου, ἀγχοῦ δ’ ἱσταμένη, Ἰλ. Β. 172, πρβλ. Δ. 92, 303, καὶ ἀλλ.· ― ἀπολ., ὡσαύτ. παρὰ Σοφ. Τρ. 962, Ἀποσπ. 69, δὶς μ. γεν., Ἰλ. Ω. 789, Ὀδ. Ζ. 5, ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἀγχοῦ ἱστάμενος ἢ -μένη. πλὴν ἐν Ὀδ. Ρ. 526., Τ. 271, ὡσαύτως μ. δοτ., Πινδ. Ν. 9. 95, Ἡρόδ. 3. 85, ἀλλὰ πρβλ. ἄγχι· ― Οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν, ἴδε Λουκ. Νέρ. 9. Μεταγενέστεροι τύποι εἰσὶν ἀγχότερος, ἀγχοτάτω, ἅπερ ἴδε. (Ὅρα ἐν λ. ἄγχω.)

English (Autenrieth)

ἄγχι.

English (Slater)

ἀγχοῡ prep. c. dat. near λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χείμασιν ἀγχοῦ (N. 9.40)

Greek Monotonic

ἀγχοῦ: = ἄγχι, κοντά, πλησίον· ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη, σε Όμηρ.· με γεν., στον ίδ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

= ἄγχι, near, nigh, ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη Hom.;c. gen. Hom., Hdt.