ἀγχόθι
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχόθι: ἐπίρρ., = ἀγχοῦ, ἄγχι, πλησίον, μ. γεν., Ἰλ. Ξ. 412, Ὀδ. Ν. 103· ἀπολ., Θεοκρ. 22. 40, Ἀνθ.
French (Bailly abrégé)
adv.
auprès.
Étymologie: ἄγχι, -θι.
English (Autenrieth)
ἄγχι.
Spanish (DGE)
(ἀγχόθῐ)
adv. cerca c. gen. δειρῆς Il.14.412, αὐτῆς Od.13.103, ὄρεος Φυλληίου ἀ. ναίων A.R.1.37, πατρός Theoc.24.135, πηγάων Call.Dian.171
•s. rég. ὑψηλαὶ δὲ πεφύκεσσαν ἀ. πεῦκαι Theoc.22.40, cf. IG 9(2).645 (Larisa, imper.).