δέημα

Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

ατος, τό, (δέομαι)

   A entreaty, δέημα δεῖσθαι Ar.Ach.1059.

German (Pape)

[Seite 534] τό, die Bitte, δέημα δεῖσθαι, eine Bitte thun, Ar. Ach. 1059.

Greek (Liddell-Scott)

δέημα: τό, (δέομαι) παράκλησις, δέημα δεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ.1059.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
prière.
Étymologie: δέομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
ruego, súplica δ. δεῖσθαι dirigir una súplica, suplicar Ar.Ach.1059, cf. Sch.A.Eu.92-93, Tz. en An.Matr.591.

• Etimología: Nombre de acción de la r. de 2 δέω q.u.