δέημα

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέημα Medium diacritics: δέημα Low diacritics: δέημα Capitals: ΔΕΗΜΑ
Transliteration A: déēma Transliteration B: deēma Transliteration C: deima Beta Code: de/hma

English (LSJ)

-ατος, τό, (δέομαι) entreaty, δέημα δεῖσθαι Ar.Ach.1059.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
ruego, súplica δ. δεῖσθαι dirigir una súplica, suplicar Ar.Ach.1059, cf. Sch.A.Eu.92-93, Tz. en An.Matr.591.
• Etimología: Nombre de acción de la r. de 2 δέω q.u.

German (Pape)

[Seite 534] τό, die Bitte, δέημα δεῖσθαι, eine Bitte thun, Ar. Ach. 1059.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
prière.
Étymologie: δέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέημα -ατος, τό [δέω] verzoek.

Russian (Dvoretsky)

δέημα: ατος τό Arph. = δέησις I.

Greek Monolingual

δέημα, το (AM)
παράκληση, ικεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ»].

Greek Monotonic

δέημα: -ατος, τό (δέομαι), ικεσία, παράκληση, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δέημα: τό, (δέομαι) παράκλησις, δέημα δεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ.1059.

Middle Liddell

δέομαι
an entreaty, Ar.

English (Woodhouse)

request

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)