rendre épais, lourd.Étymologie: ἐκ, πηγνύω.
helar τὸ ἄγαν ψῦχος ἐκπηγνύον τὰ ὑγρὰ καὶ μαλακὰ τοῦ σώματος Plu.2.953d•fig. paralizar τοὺς θιγόντας αὐτῆς (τῆς νάρκης) Plu.2.978c.