πηγνύω

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
c. πήγνυμι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ
1. εμπηγνύω, μπήγω
2. συναρμόζω, συναρμολογώ
3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς του ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.)
4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω
μσν.-αρχ.
1. καρφώνω, στερεώνω με καρφιά
2. (σχετικά με τα μάτια και το βλέμμα) προσηλώνω («κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας», Ομ.Ιλ)
3. (σχετικά με σκηνή) στήνω
4. σκληραίνω, αποσκληραίνω κάτι
αρχ.
1. (σχετικά με φυτά) φυτεύω, πολλαπλασιάζω με φύτευση και όχι με σπορά
2. συντελούμαι, γίνομαιφόνος πέπηγεν», Αισχύλ.)
3. ορίζω, προσδιορίζω («ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες», Λυκούργ.)
4. αστρολ. προσδιορίζω τη γέννηση
5. απολιθώνομαι, μαρμαρώνω
6. μέσ. πήγνυμαι
τηρώ κάτι σταθερά («ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως...», Πίνδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αθέματος ενεστ. πήγ-νυ-μι ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας pāg-/pāk- «στερεώνω» με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο και πρόσφυμα -νυ- (πρβλ. ζεύγ-νυ-μι) και συνδέεται με το λατ. pango «στερεώνω, στήνω» (με έρρινο ένθημα). Στην ίδια ρίζα, με άηχο ουρανικό σύμφωνο, ανάγονται τα: λατ. paciscor «στερεώνω, στήνω» (πρβλ. λατ. pax, pacis «ειρήνη») και γοτθ. fāhan «παγιδεύω». Στην Ελληνική, άηχο ουρανικό σύμφωνο εμφανίζει η λ. πάσσαλος (< παky-αλ-ος). Η εμφάνιση μακρόφωνης ρίζας στο ενεστ. θέμα του πήγνυμι, αν δεν είναι αρχική, οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό από το θ. του αορ. -πη-ξα (πρβλ. έ-δειξ-α > δείκ-νυ-μι, έ-ζευξ-α > ζεύγ-νυμι). Στην απαθή βαθμίδα πηγ- ανάγονται τα παράγωγα: πηγός, πηγάς, πηγυλίς, πηγετός, πηκτός, πηκτίς, πῆγμα, πῆξις και τα σύνθ. σε -πήξ (πρβλ. κρυσταλλοπήξ) και -πηγός (πρβλ. ναυπηγός, αμαξοπηγός). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα παγ- ανάγονται τα: παγερός, παγετός, παγεύς, πάγη, πάγιος, πάγος (Ι), το επίρρ. άπαξ και τα συνθ. σε -πᾰγής (πρβλ. γομφοπαγής, συμπαγής, υδροπαγής). Ο ενεστ. τ., τέλος, πήσσω, έχει σχηματιστεί μτγν. από το θ. πηκ- του αορ. -πηξ-α με επίθημα - (πηκ- > πήσσω), ενώ ο ενεστ. πηγνύω αποτελεί θεματική μορφή του αθέματου πήγνυμι (πρβλ. δείκνυμι: δεικνύω). Η αρχική σημ. του ρ. πήγνυμι «στερεώνω; καρφώνω», απ' όπου «οικοδομώ, στήνω, συναρμόζω», εξελίχθηκε σημασιολογικά στη σημ. «παγιδεύω» και προκειμένου για υγρά στη σημ. «παγώνω, πήζω».
ΠΑΡ. παγερός, παγετός, πάγιος, πάγος (Ι), πηκτός
αρχ.
παγεύς, πάγη, πηγάς, πήγνυσις, πηγός, πηκτίς
αρχ.-μσν.
παγώδης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) συμπηγνύω/ συμπήγνυμι
αρχ.
αναπήγνυμι, αντιπαραπήγνυμι, αντιπήγνυμι, αποπήγνυμι, διαπήγνυμι, εγκαταπήγνυμι, εκπήγνυμι, εμπήγνυμι, επαναπήγνυμι, επιπήγνυμι, καταπήγνυμι, μεταπήγνυμι, παρακαταπήγνυμι, παραπήγνυμι, περιπήγνυμι, προπήγνυμι, προσκαταπήγνυμι, προσπήγνυμι, υπερπήγνυμι, υποπήγνυμι].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηγνύω zie πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

πηγνύω: (только praes. и impf.) Xen. = πήγνυμι.

German (Pape)

πήγνυμι.