ἀνακαμψίπνοος

Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ἄνεμος

   A a returning wind, a kind of whirlwind, Arist.Mu.394b36.

German (Pape)

[Seite 191] ἄνεμος, ein Wind, der seine Richtung oft ändert, eine Art Wirbelwind, Arist. mund. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαμψίπνοος: ὀ ἐπανακάμπτων ἄνεμος, εἶδος ἀνεμοστροβίλου, «τῶν ἀνέμων οἱ μέν εἰσιν εὐθύπνοοι, ὁπόσοι διεκπνέουσι πρόσω κατ’ εὐθεῖαν, οἱ δὲ ἀνακαμψίπνοοι, καθάπερ ὁ καικίας λεγόμενος» Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 15, - «ο καικίας καλούμενος» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
arremolinado ἄνεμοι Arist.Mu.394b36, cf. Hsch.