καικίας

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καικίας Medium diacritics: καικίας Low diacritics: καικίας Capitals: ΚΑΙΚΙΑΣ
Transliteration A: kaikías Transliteration B: kaikias Transliteration C: kaikias Beta Code: kaiki/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, north-east wind, Arist.Mete.363b17, Pr.940a18, Mu. 394b22, IG14.1308, Plu.Sert.17, Gp.1.11.2; καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ar.Eq.437. (Derived from the river Κάϊκος by Ach.Tat.Intr. Arat.33.)

German (Pape)

[Seite 1294] ὁ, der Nordostwind, nach Arist. de mundo 4 der Euros ὁ ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς θερινὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων, wie Meteorl. 2, 6; komisch Ar. Equ. 435 ὡς οὗτος ἤτοι Καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vent du sud-est ; sel. d'autres, du sud-ouest = lat. vulturnus.
Étymologie: DELG de Κάϊκος, fl. d'Éolide.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καικίας -ου, ὁ noordoostenwind; overdr.: ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ er waait al een noordooster of een sycophantenstorm Aristoph. Eq. 437.

Greek Monolingual

καικίας, ὁ (AM)
ο βορειοανατολικός άνεμος τών αρχαίων, ο γραίγος ή μέσης, αλλ. αίολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη < Κάικος, ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας. Με τον ίδιο τρόπο παράγονται και άλλες ονομασίες ανέμων, όπως Ολυμπ-ίας (< Όλυμπος), Ελλησποντ-ίας (< Ελλήσποντος). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λατ. caecus «τυφλός» (πρβλ. αρχ. ιρλ. caech «μονόφθαλμος», γοτθ. haihs «μονόφθαλμος» και αρχ. ινδ. keka-ra «αλλήθωρος»). Στην περίπτωση αυτή, η σημ. του καικίας είναι «ο άνεμος που σκοτεινιάζει». Ανάλογη η παραγωγή του λατ. aquilo «βοριάς» < aquilus «σκοτεινός»].

Greek Monotonic

καικίας: -ου, ὁ, βορειοανατολικός άνεμος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καικίας: -ου, ὁ, ὁ βορειοανατολικὸς ἄνεμος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12 καὶ 21, Προβλ. 26. 1, π. Κόσμ. 4. 12, κἑξ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 37· καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437 (λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ καικίας).

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: Noortheastwind (Ar., Arist.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the formation cf. ἀπαρκτίας, Όλυμπίας and other wind-names in Chantraine, Formation 95; basis uncertain. By Fick GGA 1894, 238 and von Wilamowitz Glaube 1, 265 n. 2 (with Ach. Tat. Intr. Arat. 33) explained as "the (wind) coming from the Κάϊκος, a river of the Aeolis"; cf. the similar Όλυμπίας, Ἐλλησποντίας a. o. Acc. to others (Bersu, Fick, Brugmann; s. Bq; also Pisani KZ 61, 187, Huisman KZ 71, 99) however as "the blind" = "the dark, obscuring" from an old wort for blind, one-eyed, Lat. caecus blind = OIr. caech one-eyed = Goth. haihs id., Skt. keka-ra- sqinting; one compares Lat. aquilō northwind from aquilus dark. Not very probable.

Middle Liddell

καικίας, ου,
the north-east wind, Ar.

Frisk Etymology German

καικίας: -ου
{kaikías}
Grammar: m.
Meaning: Nordostwind (Ar., Arist. usw.).
Etymology: Zur Bildung vgl. ἀπαρκτίας, Ὀλυμπίας und andere Windnamen bei Chantraine Formation 95; Grundwort unsicher. Von Fick GGA 1894, 238 und v. Wilamowitz Glaube 1, 265 A. 2 (mit Ach. Tat. Intr. Arat. 33) als "der vom Κάϊκος, einem Fluß der Äolis, herkommende" erklärt; vgl. die gleichartigen Ὀλυμπίας, Ἑλλησποντίας u. a. Nach Anderen (Bersu, Fick, Brugmann; s. Bq; dazu noch Pisani KZ 61, 187, Huisman KZ 71, 99) dagegen als "der Blinde" = "der Dunkle, Verdunkelnde" von einem alten Wort für blind, einäugig, lat. caecus blind = air. caech einäugig = got. haihs ib., aind. keka-ra- schielend; man beruft sich dabei namentlich auf lat. aquilō Nordwind von aquilus dunkel.
Page 1,753-754

Wikipedia EL

Κατά τη ναυτική παράδοση της Μεσογείου ο Γραίγος είναι ο ΒΑ άνεμος, ο οποίος πνέει από την περιοχή της Μαύρης θάλασσας προς τα νότια και δυτικά της Μεσογείου. Το όνομά του παραπέμπει στο ιταλικό vento grecale, κατά λέξη «ελληνικός άνεμος», αφού φαινομενικά προέρχεται από τη μεριά της Ελλάδας.

Ο γραίγος πιθανόν να ταυτίζεται με τον αρχαίο ευροκλύδωνα, λέξη που ετυμολογείται από τον Εύρο (ανατολικό) άνεμο και τον κλύδωνα (εκ του ρήματος κλυδωνίζω). Ο γραίγος είναι δριμύς και ψυχρός άνεμος, ο οποίος προκαλεί τρικυμία, ενώ συγγενής άνεμος είναι και ο γραιγολεβάντες, ο οποίος πνέει από ΒΑ-Α διεύθυνση.

Wikipedia EN

The Gregale (Catalan: Gregal, Italian: Grecale, Lombard: Grecal, Maltese: Grigal, Occitan: Gregau, Greek: Γραίγος, Graigos) is a Mediterranean wind that can occur during times when a low-pressure area moves through the area to the south of Malta and causes a strong, cool, northeasterly wind to affect the island. It also affects other islands of the Western Mediterranean. The italian name "Grecale" could be translated as Greek wind, as the wind starts at the Ionian Island Zakynthos.

Wikipedia DE

Der Gregale ist ein kühler, kräftiger Nordostwind, der vor allem im Winter im zentralen Mittelmeerraum weht, wenn ein Tief südlich von Malta liegt.

Er betrifft besonders die Inseln von Korsika bis Malta. Der italienische Name „Grecale“ lässt sich frei mit „Griechischer Wind“ übersetzen, und geht darauf zurück dass der Wind auf der ionischen Insel Zakynthos in Griechenland startet. Im östlichen Mittelmeerraum ist ein ähnlicher Wind unter dem Namen Euroklydon bekannt.

Wikipedia FR

Le grec est un vent méditerranéen de nord-est qui dépasse rarement plus de 5 à 6 mètres par seconde.

Wikipedia IT

Il grecale o greco è un vento mediterraneo che soffia da nord-est. Tale direzione è indicata simbolicamente nella cosiddetta rosa dei venti. Soffia con particolare frequenza soprattutto sulle regioni del Mediterraneo centrale e su quelle adriatiche. Il vento è così denominato perché dall'isola di Zante, punto di riferimento della rosa dei venti, soffia da nord-est in corrispondenza, appunto, della Grecia. Per Dante il grecale era il vento schiavo, così come per i veneziani che al di là dal mare avevano la Schiavonia o Slavonia, regione geografica e storica della Croazia orientale.