ές,
A heavy in the legs, slow, Trag.Adesp.250.
βᾰρῠσκελής: -ές, ὁ ἔχων βαρέα σκέλη, βραδύς, Ἡσύχ.
(βᾰρυσκελής) -έςlento ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ Trag.Adesp.250.