διείρομαι

Revision as of 12:08, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A v. διέρομαι.

German (Pape)

[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.

English (Autenrieth)

inquire of or question fully, τὶ, and τινά τι.

Spanish (DGE)

v. διέρομαι.