ἀποστιβής
English (LSJ)
ές, (στίβος)
A off the road, solitary, S.Fr.558.
German (Pape)
[Seite 327] ὁ, Soph. frg. 502, nach Hesych. der abseits, nicht denselben Weg geht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῐβής: -ές, (στίβος) ὁ ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, «ἀποστιβής· ἀποπεφοιτηκώς, οὐ τὴν αὐτὴν τρίβον στείβων, τουτέστι φοιτῶν, Σοφοκλῆς Σκυρίαις» Ἡσύχ. (Ἀποσπ. Σοφ. 502).
Spanish (DGE)
-ές
que está fuera del camino, solitario s. cont., S.Fr.558.