ἀποστιβής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἀποστιβές, (στίβος) off the road, solitary, S.Fr.558.
Spanish (DGE)
-ές
que está fuera del camino, solitario s. cont., S.Fr.558.
German (Pape)
[Seite 327] ὁ, Soph. frg. 502, nach Hesych. der abseits, nicht denselben Weg geht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῐβής: -ές, (στίβος) ὁ ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, «ἀποστιβής· ἀποπεφοιτηκώς, οὐ τὴν αὐτὴν τρίβον στείβων, τουτέστι φοιτῶν, Σοφοκλῆς Σκυρίαις» Ἡσύχ. (Ἀποσπ. Σοφ. 502).
Greek Monolingual
ἀποστιβής, -ές (Α) στείβω
αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, απόμερος.