αἱμωδιάω

Revision as of 12:10, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

English (LSJ)

   A have the teeth set on edge, Hp.Morb.2.55, Diocl.Fr.43, Arist.Pr.886b12, LXX Ez. 18.4 (Cod.A): c. acc., αἱ. τοὺς ὀδόντας Hp.Morb.2.73: metaph. of one whose mouth waters, ᾑμωδία Timocl.11.7. (In this group of words the termination may be connected with ὀδών.)

Greek (Liddell-Scott)

αἱμωδιάω: ἔχω τοὺς ὀδόντας νεναρκωμένους, αἱμωδιῶντας, Ἀριστ. Προβλ. 7. 5, 1: - μεταφ. ἐπ’ ἐκείνων ὧν τρέχει τὸ σίαλον, ἢ πληροῦται σιάλου τὸ στόμα, ᾑμωδία, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιχαιρεκάκῳ», 1, 7. ΙΙ. μεταβ. αἱμ. τοὺς ὀδόντας = κάμνω τοὺς ὀδόντας νὰ αἱμωδιάσωσιν, Ἱππ. 534. 33.

Spanish (DGE)

1 rechinar, castañetear los dientes, tener dentera τοὺς ὀδόντας αἱμωδιᾷ Hp.Morb.2.55, 73, Int.6, cf. Diocl.Fr.109.18, ὀδόντες αἱ. LXX Ie.38.30, c. part. pred. αἱμωδιῶμέν τε γὰρ τοὺς ὀξὺ ὁρῶντες ἐσθίοντας nos da dentera ver a otros comer algo ácido Arist.Pr.886b12, como sinón. de αἱμῳδέω Phryn.PS 14.
2 fig., c. part. pred. darle a uno envidia de comidas hacérsele la boca agua ἐγχέλεις ὁρῶν ... ᾑμωδία Timocl.11.7.