αἰνιγμός
English (LSJ)
ὁ,
A riddle, mostly like αἴνιγμα in pl., δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar. Ra.61, cf. Pl.Ti.72b, Aeschin.3.121; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι E. Rh.754; ἐν αἰ. λαλεῖν Anaxil.22.23: sg., Callisth. ap. Ath.10.452a.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνιγμός: ὁ, ἀσαφής λόγος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς τὸ αἴνιγμα, κατὰ πληθ., δι᾿ αἰνιγμῶν ἐρεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 61, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 72Ε., ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, Εὐρ. Ρῆσ. 754· ἐν αἰν. λαλεῖν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι», 23.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
énigme.
Étymologie: αἰνίσσομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
enigma, acertijo gener. en plu. en sintagmas δι' αἰνιγμῶν, ἐν αἰνιγμοῖς, etc.: δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.Ra.61, ἐν αἰνιγμοῖς σημαίνει E.Rh.754, cf. E.Ph.1353, Pl.Ti.72b, Anaxil.22.23, Aeschin.3.121, Plu.Galb.24, Sch.E.Hipp.345
•sg. ἐν αἰνιγμῷ Callisth.Olynth.13.