ἀλέασθε,
A v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.
[Seite 93] s. ἀλεύω.
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.
inf. ao. épq. de ἀλέομαι.
see ἀλέομαι.
v. ἀλεύω.