ἁλίπλαγκτος

Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

ον,

   A sea-roaming, ὦ Π άν, Πὰν ἁλίπλαγκτε . . φάνηθι S.Aj.695; Τρίτων AP6.65 (Paul. Sil.); ἔχις IG2.1660.

German (Pape)

[Seite 97] meerdurchirrend, Τρίτων Paul. Sil. 51 (VI, 65). Bei Ap. Rh. 2, 11 Schiffer, wie Leon. Tar. 25 (VI, 4); Opp. Hal. γενέθλη 1, 439; μάκαρες 4, 582; bei Orph. Arg. πορεία 1302. – Bei Soph. Ai. 680 heißt Pan so, der am Meere herumschweift; 594 aber Σάλαμις, meerumwogt; doch wollen andere ἁλίπλακτος lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίπλαγκτος: ον ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν πλανώμενος, ὧ Πάν, Πὰν ἁλίπλαγκτε..., φάνηθι, προσεύχεται ὁ χορὸς τῶν Ἑλλήνων ναυτῶν ἐν Τροίᾳ (οὕτω κατωτέρω ὁ Ἀπόλλων καλεῖται νὰ ἔλθῃ, Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων), Σοφ. Αἴ. 695· ἐπὶ τοῦ Τρίτωνος Ἀνθ. Π. 6. 65· ἔχις ἁλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1033.15· - πρβλ. ἁλίπληκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre au bord de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, πλάζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 que vaga por el mar Πάν S.Ai.695, Τρίτων AP 6.65 (Paul.Sil.), ἔχις Orác. en SEG 30.175.15 (Atenas IV a.C.), δικτυβόλοι AP 6.4 (Leon.), cf. Nonn.D.3.245.
2 subst. ὁ ἁ. marinero A.R.2.11.