ἀναγραφεύς

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A recorder, esp. as title of commissioners appointed to codify laws, IG1.61, cf. Lys.30.2,25.    II registrar of decrees, IG2.192c, cf. 191.    III plan, pattern, design, IG2.1054b33, Ph.Bel.52.42.

German (Pape)

[Seite 184] έως, ὁ, der Aufschreiber, ἀναγραφεὺς νόμων Lys. 30, 2, der die Gesetze des Solon abschreiben mußte, übh. der Beamte, der die ἀναγραφή besorgen muß.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγραφεύς: έως, ὁ, ὁ ἐπὶ τῶν ἀναγραφῶν γραμματεύς, ὁ ἐγγράφων εἰς πίνακας τοὺς νόμους τῆς πόλεως καὶ ἀντιγράφων τοὺς τοῦ Σόλωνος, Λατ. scriba publicus, τῶν νόμων ἀναγρ. Λυσ. 183. 11· τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων 185, 33: πρβλ. Βοικχ. Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. σ. 63. Περὶ ἑτέρας σημ. τῆς λέξεως παρὰ Φιλ. Βελοπ. σ. 51, ἴδε Στεφ. Θησ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
greffier ou secrétaire d’État.
Étymologie: ἀναγράφω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Alolema(s): ἀγγροφεύς IAE 42.65 (III a.C.)
1 registrador de decretos, IG 12.115.5 (V a.C.), Lys.30.2, 25, IG 22.384 (IV a.C.), 22.1700.215 (IV a.C.), IAE l.c.
2 plano, diseño, IG 22.1666 A.34 (IV a.C.), Ph.Bel.52.42.