ἀνταύγεια
German (Pape)
[Seite 245] ἡ, dasselbe, Xen. Cyn. 5, 18; Plut. oft, z. B. ὥσπερ ἐν τοῖς ἐσόπτροις τὰ φαινόμενα κατ' ἀνταύγειαν de gen. Socr. 22 (p. 347).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réflexion de la lumière, reflet.
Étymologie: ἀνταυγής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): tb. -ία Hp.Hebd.1.52
reflejo luminoso, resplandor τῆς γῆς Pythag.B 36, de la luna, Plu.2.921a, Hp.l.c., ἡλίου Onas.29.2, Ascl.Tact.12.10, τῆς χιόνος D.S.17.82
•brillo, color vivo (λαγοί) διωκώμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα ... ἐὰν ἔχωσι ἔνιον ἐρύθημα ... διὰ τὴν ἀνταύγειαν X.Cyn.5.18
•de una piedra preciosa, Epiph.Const.Gemm.M.43.296D.