ἀξιόπλοκος
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόπλοκος: -ον, ὁ ἀξίως πεπλεγμένος, στέφανος Ἰγνατ. ἐπιστολ. πρὸς Μαγν. 13. σ. 21.
Spanish (DGE)
-ον convenientemente entrelazado στέφανος Ign.Magn.13.1.
ἀξιόπλοκος: -ον, ὁ ἀξίως πεπλεγμένος, στέφανος Ἰγνατ. ἐπιστολ. πρὸς Μαγν. 13. σ. 21.
-ον convenientemente entrelazado στέφανος Ign.Magn.13.1.