ἀπήρινος

Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

ον, (πηρίν)

   A without scrotum, restored (for ἀπύρηνος) by Coraeës in Archestr.8.9.

German (Pape)

[Seite 290] (πηρίς), ἰχθύς, ohne Geschlechtstheile, Archestrat. bei Ath. VII, 299 a, nach Cor. Conj. für ἀπύρηνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήρῑνος: -ον, (πηρὶν) ἄνευ αἰδοίου, διορθωθὲν ὑπὸ Κοραῆ ἀντὶ τῆς γραφῆς ἀπύρηνος ἐν Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 299Α· ἴδε Κοραῆ Ἱπποκρ. περ. Ἀέρ. κτλ. (ἔκδ. Γαλλ.) τ. β΄, σ. 242 καὶ σημ. τοῦ αὐτοῦ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. Τροφ. σ. 204.

Spanish (DGE)

(ἀπήρῑνος) -ον sin escroto ἰχθύς Archestr.8.9.