ἀπύρηνος
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A without stone or without kernel, pipless, ῥοά Ar.Fr.118, Thphr.HP4.13.2; φοῖνιξ Arist.de An.422a29, Fr.267.
II with no spine, ἰχθύς (i.e. ἔγχελυς) Archestr.Fr.8 codd.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 adj., ref. a frutos carente de pepitas ῥοιά Ar.Fr.120, Thphr.HP 4.13.2, PCair.Zen.33.12 (III a.C.), Gp.10.31, Philostr.Ep.45
•de cierta fruta, Arist.de An.422a29, φοῖνιξ Arist.Fr.267, διὰ τί τῶν τε μύρτων τὰ ἐλάττω ἀπυρηνότερά ἐστι; καὶ ἐν τοῖς φοίνιξι καὶ ἐπὶ βοτρύων Arist.Pr.925b23, καρπός Thphr.HP 2.6.6
•fig. que tiene pocas espinas como símbolo del buen comer ἔγχελυς Archestr.SHell.139.9.
2 subst., bot. τὸ ἀπύρηνον una especie de granada que tiene el grano más blando, Seneca Ep.85.5, Mart.13.42.1, Colum.5.10.15, Plin.HN 23.106, 13.122.
German (Pape)
[Seite 341] (πυρήν), ohne Stein od. Kern, vom zarten Kern einer Art Granatäpfel, Ar. bei Ath. XIV, 650 e; Theophr.; vgl. Arist. Metaph. 4, 22.
Russian (Dvoretsky)
ἀπύρηνος: (ῠ) не имеющий косточек, бескосточковый (φοίνικες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπύρηνος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ ἔχων πυρῆνα (κουκούτσι) ἢ ἔχων λίαν μαλακὸν πυρῆνα, Λατ. apyrenus, ῥοὰ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 165, Θεόφρ. Ἱστ. Φ.4.13, 2· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 10, 3, ὁ ἄνευ ἀκάνθης, ἔγχελυς ἣ φύσει ἐστὶν ἀπύρηνος ἀπήρινος, Κοραῆς] μόνος ἰχθύς, ἄνευ ὀστώδους ἀκάνθης, Ἀθήν. 299Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπυρηνος, -ον)
αυτός που δεν έχει πυρήνα, χωρίς κουκούτσι
αρχ.
(για ψάρια) ο χωρίς αγκάθια.