ἀπογραφεύς

Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A registrar, Sch.Pl.Lg.850c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογραφεύς: έως, ὁ, πληθ. ἀπογραφεῖς, οἱ ἀπαριθμοῦντες καὶ ἀποσημειούμενοι καὶ εἰσπράττοντες τοὺς φόρους, «ἀπογραφή ἐστιν ἡ ἀπαρίθμησις καὶ ἀποσημείωσις τῶν ὀφειλομένων εἰσφορῶν ἑκάστῳ τῶν πολιτῶν, καὶ ἀπογραφεῖς οἱ ταύτην ποιοῦντες καὶ τοὺς μὴ βουλομένους εἰσφέρειν εἰσάγοντες εἰς τὸ δικαστήριον» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Νόμ. 8. σ. 454, Συλλογ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4944β. ΙΙ. ἐν Συνεσ. 122D, πιθανῶς σημαίνει κατάσκοπον.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 registrador Sch.Pl.Lg.850c.
2 delator ἀνδρόγυνοι καὶ ἀπογραφεῖς Synes.Prouid.M.66.1269B.