ἀπορηματικός

Revision as of 12:16, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ἀπορητικός, S.E.P.1.221, v.l. in Gal. Nat.Fac.2.9.    2 expressive of doubt, of particles, D.T.642.26, A.D. Conj.258.15. Adv. -κῶς S.E.M.8.1.

German (Pape)

[Seite 321] zweifelhaft, streitig. – Adv. -ικῶς, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορηματικός: -ή, -όν, = ἀπορητικός, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 221: ὁ ἐκφράζων ἀπορίαν, ἀμηχανίαν, «ἀεὶ πάντα τὰ ἀπορηματικὰ ὑποτακτικῶς ἐκφέρονται, οἷον, τί χρήσωμαι… πῇ τράπωμαι;» Ἐτυμολ. Μ. 414. 55, «κατ’ ἐρώτησιν ἀπορηματικοῦ τύπου» Φωτ. Ἐπιστ. κ. 187, 4., 188, 8· ἐν τῇ γραμμ. ἀπορηματικοὶ σύνδεσμοι, ὡς, ἆρα, μῶν, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que duda de pers., op. δογματικός S.E.P.1.221 (cj.), cf. Gal.2.127 (ap. crít., cf. ἀπορητικός)
αἵρεσις Elias 109.28.
2 gram. que expresa duda, interrogativo σύνδεσμος D.T.642.26, A.D.Coni.258.15, Gramm.Pap.2.110, 118, Sch.Er.Il.1.219a.